στερρότης

στερρότης
στερρό-της, ητος, , (στερρός (A))
A hardness, firmness, τοῦ πάγου, of ice that will bear, Plu.2.969a; [τῶν ἀτόμων] Epicur.Fr.282: metaph., firmness, Ph.1.276.
II (στερρός (B)) barrenness, Arist.GA773b27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στερρότης — hardness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερρότης — (I) ητος, ἡ, ΜΑ βλ. στερεότητα. (II) ητος, ἡ, Α βλ. στειρότητα …   Dictionary of Greek

  • στερρότητα — στερρότης hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερρότητας — στερρότης hardness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερρότητες — στερρότης hardness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερρότητι — στερρότης hardness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερρότητος — στερρότης hardness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεότητα — η / στερεότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός] η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού νεοελλ. 1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας») 2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι… …   Dictionary of Greek

  • στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”